Τον κώδωνα του κινδύνου κρούει το ECDC για τη νέα αύξηση που παρουσίασαν το 2022 ορισμένα σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Σύφιλη, γονόρροια και χλαμύδια είναι τα σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα που αυξήθηκαν έως και 48% έναντι του 2021, σύμφωνα με τα στοιχεία του ECDC.
Το 2022 ήταν η δεύτερη συνεχόμενη χρονιά που παρατηρείται τόσο μεγάλη αύξηση στα κρούσματα των νοσημάτων του σεξ, αναφέρει το Ευρωπαϊκό Κέντρο Ελέγχου & Προλήψεως Ασθενειών (ECDC).
Το ECDC, στη νέα έκθεσή του κάνει λόγο για «ανησυχητική αύξηση» στα κρούσματα σύφιλης, γονόρροιας (βλεννόρροιας) και χλαμυδίων. Το γεγονός αυτό «υποδηλώνει ότι υπάρχει επιτακτική ανάγκη να αυξηθεί η ενημέρωση για τα σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα», τονίζει. Πρέπει επίσης να ενισχυθεί η πρόληψη, η πρόσβαση στις θεραπείες και η τήρησή τους, ώστε να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που παραθέτει το ECDC, στα 27 κράτη-μέλη της ΕΕ και στον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο, παρατηρήθηκε το 2022 αύξηση κατά:
48% στα κρούσματα γονόρροιας
34% στα κρούσματα σύφιλης
16% στους ασθενείς με χλαμύδια
Αυξήθηκαν επίσης σημαντικά τα κρούσματα αφροδισίου λεμφοκοκκιώματος (LGV) και συγγενούς σύφιλης. Η σύφιλη αποκαλείται συγγενής όταν μεταδίδεται από τη μητέρα στο έμβρυο.
Πρόληψη
Το ECDC τονίζει πως πρέπει να λαμβάνουμε μέτρα για να προστατεύουμε τον εαυτό μας και τους ερωτικούς συντρόφους μας. Ο προληπτικός έλεγχος για σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα είναι απαραίτητος για έγκαιρη διάγνωση και θεραπεία, τονίζει. Συνιστάται ιδιαιτέρως σε όσους έχουν νέους ή πολλαπλούς ερωτικούς συντρόφους.
Ο έλεγχος πρέπει να γίνεται πριν την έναρξη των νέων ερωτικών σχέσεων χωρίς προφυλακτικό, διευκρινίζει. Και αυτό, διότι τα νοσήματα του σεξ συχνά δεν προκαλούν συμπτώματα, με συνέπεια να μεταδίδονται εν αγνοία των φορέων τους.
Εάν κάποιος υποψιάζεται ότι έχει μολυνθεί, πρέπει αμέσως να συμβουλευθεί έναν ιατρό. Η άμεση θεραπεία έχει ζωτική σημασία για την αποτροπή της περαιτέρω μετάδοσης και των δυνητικών επιπλοκών.
Αν και τα σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα είναι ως επί το πλείστον ιάσιμα, μπορεί να έχουν σοβαρές επιπλοκές εάν δεν αντιμετωπιστούν. Μπορεί, λ.χ., να αναπτυχθεί φλεγμονώδης νόσος της πυέλου ή χρόνιος πόνος, αν μείνουν χωρίς θεραπεία χλαμύδια, γονόρροια ή σύφιλη.
Χλαμύδια και γονόρροια μπορεί επίσης να οδηγήσουν στην υπογονιμότητα. Αντίστοιχα, η σύφιλη μπορεί να έχει νευρολογικές και καρδιαγγειακές επιπλοκές. Σε περίπτωση εγκυμοσύνης, εξ άλλου, η αθεράπευτη σύφιλη μπορεί να έχει συνέπειες στο έμβρυο.
Πηγή: iatropedia.gr