«Η μαμά και ο μπαμπάς είναι νεκροί. Συγγνώμη. Καλέστε βοήθεια».
«Η μαμά και ο μπαμπάς είναι νεκροί. Συγγνώμη. Καλέστε βοήθεια». Αυτό το φριχτό μήνυμα αναγκάστηκε να στείλει στην οικογένειά του ο Ρότεμ. Ήταν 08:01 το πρωί του Σαββάτου της 7ης Οκτωβρίου και οι μαχητές της Χαμάς είχαν κάνει δολοφονική επίθεση στο κιμπούτς όπου ζούσε ο 16χρονος.
Ο Ρότεμ ήταν καλυμμένος με ένα πάπλωμα που είχε μουσκέψει από το αίμα της μητέρας του. Οι μαχητές της Χαμάς μόλις είχαν δολοφονήσει τους γονείς του, στο ίδιο δωμάτιο που είχε κρυφτεί και ο 16χρονος μαζί τους.
Η Σάτσαρ Ματίας χρησιμοποίησε το σώμα της ως ασπίδα, μια τελευταία πράξη αγάπης για τον 16χρονο γιο της, όταν οι μαχητές εισέβαλαν στο σπίτι τους, στο κιμπούτς Χόλιτ. Ήταν ένα από τα πολλά σημεία στα οποία η Χαμάς εξαπέλυσε συντονισμένη επίθεση, σκοτώντας τουλάχιστον 1.300 ανθρώπους. Στο «σφυροκόπημα» της Γάζας μετά το ξέσπασμα του πολέμου του Ισραήλ με τη Χαμάς, έχουν χάσει τη ζωή τους περισσότεροι από 2.300 άνθρωποι.
Μέσα στο καταφύγιό τους, ενώ έπεφταν πυροβολισμοί έξω από την πόρτα, η Σάτσαρ είπε στο μικρότερο παιδί της να μπει κάτω από ένα πάπλωμα και μετά εκείνη ξάπλωσε από πάνω. Ο 16χρονος άκουσε τη φρίκη που ακολούθησε. Μια έκρηξη, που πιστεύει ότι ήταν χειροβομβίδας, στην πόρτα, άλλη μια έκρηξη και πυροβολισμοί, όταν μπήκαν μέσα.
Άκουσε τον πατέρα του, τον Σλόμι, να ουρλιάζει από τον πόνο, προτού πεθάνει. Ένιωσε το σώμα της μητέρας του να τινάζεται από πάνω του. Και μετά, ακολούθησε η φριχτή σιωπή, την οποία έσπαγαν μόνο τα γέλια των ενόπλων.
«Γελούσαν με τις δολοφονίες τους. Σκότωσαν τους γονείς μου και γελούσαν», είπε ο 16χρονος κλαίγοντας, έχοντας τον θείο του στο πλευρό του.
Περίμενε 8 ώρες για βοήθεια μετά την επίθεση της Χαμάς
Οι σφαίρες που έριξαν στη μητέρα του οι μαχητές της Χαμάς, τραυμάτισαν και τον Ρότεμ. «Ένιωσα μια ζεστή αίσθηση στο στομάχι και το πόδι μου. Ήταν αίμα», περιέγραψε.
Το πρώτο μήνυμα που έστειλε στην υπόλοιπη οικογένεια, φαινόταν εξωπραγματικό. «Δεν είναι αστείο», του απάντησε η αδελφή του, Σιρ, στη συνομιλία της οικογένειας στο WhatsApp. «Σε παρακαλώ», της απάντησε. Χρειάστηκε να περάσουν σχεδόν οχτώ ώρες για να φτάσει η βοήθεια που ζητούσε ο 16χρονος. Ήταν τραυματισμένος, έντρομος και μόνος, σε ένα σπίτι με τους νεκρούς γονείς του.
Όταν η μητέρα του άφησε την τελευταία πνοή της, ο Ρότεμ έμεινε σχεδόν μία ώρα ξαπλωμένος κάτω από το άψυχο σώμα της, πασχίζοντας να αναπνεύσει σε ένα δωμάτιο που γέμιζε από καπνό, καθώς μια φωτιά σιγόκαιγε στο σαλόνι.
«Σας αγαπώ όλους. Το σώμα της μαμάς είναι πάνω μου», έγραψε στην οικογένειά του, περίπου 15 λεπτά μετά το πρώτο μήνυμα. «Θα λιποθυμήσω, καθόλου αέρας, βόμβες», έστειλε έπειτα από λίγα λεπτά.
Οι συγγενείς του προσπαθούσαν να τον βοηθήσουν, δίνοντάς του οδηγίες για το πώς να φροντίσει τα τραύματά του και να αναπνέει ήρεμα. Σχεδόν μία ώρα αφού η μητέρα του δολοφονήθηκε προσπαθώντας να τον προστατεύσει, ο Ρότεμ αποφάσισε ότι έπρεπε να φύγει. Απομάκρυνε το σώμα της και σύρθηκε σε ένα πλυσταριό.
Η Χαμάς ήταν ακόμη στο κιμπούτς, άκουγε πυροβολισμούς. Οι αδελφές του, η 21χρονη Σιρ και η 19χρονη Σάκεντ, κρύβονταν μόνες τους στα δικά τους σπίτια στο κιμπούτς. Το σήμα κινητής τηλεφωνίας δεν ήταν σταθερό και κάποια στιγμή ο Ρότεμ πίστεψε ότι είχαν δολοφονηθεί και εκείνες.
«Δεν απαντούν, νομίζω ότι πέθαναν», έγραψε στην κοινή συνομιλία. Οι μαχητές της Χαμάς επέστρεψαν στο σπίτι του, προτού φτάσουν εκεί οι ισραηλινές δυνάμεις, οπότε κρύφτηκε πάλι.
Διασώθηκε τελικά στις 16:30 και μεταφέρθηκε σε νοσοκομείο, όπου υποβλήθηκε σε χειρουργική επέμβαση. Έπειτα από μερικές ώρες, βρέθηκε ξανά με τις αδελφές τους, που γλίτωσαν χωρίς να τραυματιστούν.
Τώρα είναι αντιμέτωποι με το δύσκολο ταξίδι της επούλωσης, έπειτα από μία επίθεση στην οποία έχασαν τους γονείς τους και διέλυσε την κοινότητά τους. Πολλοί από τους φίλους και τους γείτονές τους δολοφονήθηκαν ή τους έπιασαν αιχμαλώτους οι μαχητές της Χαμάς.
Ο Ρότεμ ζει με τον φόβο ότι στο Ισραήλ υπάρχουν ανενεργοί θύλακες της Χαμάς. Όταν ακούει δυνατούς ήχους, νομίζει ότι είναι πυροβολισμοί ή εκρήξεις. Η οικογένειά του θα προσφύγει σε ψυχολόγο, προκειμένου να βοηθήσει το παιδί να αντιμετωπίσει τα όσα έζησε.
«Στην αρχή ήθελα να πεθάνω, σκεφτόμουν να αυτοκτονήσω. Αποφάσισα ότι δεν ήταν η καλύτερη ιδέα, επειδή οι γονείς μου θυσίασαν τις ζωές τους για εμένα», παραδέχθηκε.
Η θυσία της Σάτσαρ για τον γιο της ξύπνησε ένα οικογενειακό τραύμα. Το 1919, στη σημερινή Ουκρανία, η προγιαγιά της επίσης είχε προστατεύσει με το σώμα της τα παιδιά της από δολοφόνους. «Έσπρωξε τη γιαγιά μου κάτω από το κρεβάτι και την έκρυψε, ενώ εκείνη δολοφονήθηκε», είπε ο αδελφός της Σάτσαρ, Άρον Τρόεν. Δεν περίμενε ποτέ ότι η αδελφή του θα δολοφονούνταν με τον ίδιο τρόπο.
Πηγή: lifo.gr