Την ποινή της ισόβιας κάθειρξης χωρίς κανένα ελαφρυντικό αποφάσισε το Ορκωτό Κακουργιοδικείο Ορεστιάδας, για τον σύζυγο της Τζεβριέ, την οποία ξυλοκόπησε στις 5 Δεκεμβρίου 2021 μέχρι θανάτου, στην Αλεξανδρούπολη.
Κα΄τα την εκδίκαση, αίσθηση προκάλεσαν τα λόγια του γιατρού του ΠΓΝΑ, ο οποίος χειρούργησε την άτυχη Τζεβριέ, λέγοντας ότι στα 25 χρόνια της επαγγελματικής του πορείας δεν είχε συναντήσει τέτοια κατάσταση σε ήπαρ ανθρώπου.
Μετά την εκδίκαση, ο δολοφόνος της Τζεβριέ επέστρεψε στις φυλακές Νιγρίτας όπου και κρατείτο προφυλακισμένος από τις 10 Δεκέμβριου του 2021, όμως σύμφωνα με την δικηγόρο του θα ασκήσει έφεση.
Ο συζυγοκτόνος, κακοποιούσε σχεδόν καθημερινά την 29χρονη σύζυγό του και μητέρα των τριών παιδιών τους, όπως αποκαλύφθηκε και κατά τη διάρκεια της δίκης. «Είναι ανεξήγητο ακόμη και για μας τους στενούς συγγενείς γιατί η Τζεβριέ συνέχιζε να μένει μαζί του και να υπομένει μια αληθινή κόλαση στην καθημερινότητά της. Ο Καδήρ την χτυπούσε ακόμη και μπροστά στα παιδιά της» υποστήριξε συγγενής της Τζεβριέ.
Η οικογένεια της Τζεβριέ μόλις άκουσε την απόφαση για ισόβια κάθειρξη ξέσπασε σε κλάματα καθώς θεωρούν ότι δικαιώθηκε το θύμα.
Κανένα ελαφρυντικό στον δολοφόνο - Τι υποστήριξε στην απολογία του ο κατηγορούμενος
Σύμφωνα με την ΕΡΤ, η απόφαση βγήκε κατά πλειοψηφία (6-1), όπως και η μη αναγνώριση των ελαφρυντικών, με έναν από τους τέσσερις ενόρκους (πολίτες) που συμμετείχαν στη σύνθεση της έδρας, να διαφοροποιείται από την κρίση των υπολοίπων τριών ενόρκων, των τριών τακτικών δικαστών αλλά και του Εισαγγελέα, που πρότεινε τη βαρύτερη ποινή για τον κατηγορούμενο και απέρριψε κάθε ελαφρυντικό.
Η διαδικασία διήρκεσε περίπου 8 ώρες, ξεκινώντας περίπου στις 11:00 της Τετάρτης 1 Ιουνίου με τις καταθέσεις των γονέων της Τζεβριέ, τριών μαρτύρων υπεράσπισης κατηγορίας, του ιατροδικαστή του Π.Γ.Ν. Αλεξανδρούπολης, Παύλου Παυλίδη και του χειρουργού του ίδιου νοσοκομείου, Μιχάλη Καρανίκα, που διενήργησε τις επεμβάσεις για να κρατηθεί στη ζωή η 29χρονη.
Γιατροί ΠΓΝΑ: Τα χτυπήματα του συζύγου ήταν η αιτία του θανάτου της
Και οι δύο γιατροί υποστήριξαν ότι το πλήγμα που δέχτηκε η γυναίκα στο ήπαρ, από πολύ δυνατή κλωτσιά του συζύγου της, ήταν η μοιραίο και η αιτία θανάτου της.
«Πρώτη φορά στη ζωή μου είδα τέτοιου βαθμού ρήξη ήπατος», ανέφερε ο κ. Καρανίκας, ο οποίος ήταν και ο πρώτος που απέκλεισε τον ισχυρισμό του συζύγου ότι η Τζεβριέ έπεσε από σκάλα, και για τον λόγο αυτό ζήτησε η γυναίκα να εξεταστεί και από ιατροδικαστή.
Όσον αφορά τους γονείς της κοπέλας, υποστήριξαν ότι ο σύζυγος τους είχε αποκλείσει εδώ και 4-5 χρόνια από τη ζωή της κόρης τους, αφού «δεν της επέτρεπε οποιαδήποτε επαφή», ότι πληροφορήθηκαν μετά από ώρες, από τρίτα πρόσωπα του «μαχαλά» πως η Τζεβριέ είχε μεταφερθεί στο νοσοκομείο και πως κατά το παρελθόν είχαν ξαναδεί την κόρη τους «μαυρισμένη από χτυπήματα».
«Ήταν σαν ζωντανή νεκρή, κλεισμένη στο σπίτι», ισχυρίστηκε στην κατάθεσή της η μητέρα της Τζεβριέ, ενώ και οι τρεις μάρτυρες που κλήθηκαν από την πλευρά της πολιτικής αγωγής, υποστήριξαν ότι η κοπέλα, επί σειρά ετών υπέμενε κακοποιητικές συμπεριφορές από τον σύζυγό της.
Τι υποστήριξε στην απολογία του ο κατηγορούμενος
Ο κατηγορούμενος στην απολογία του ενώπιον της έδρας, αρνήθηκε ότι κακοποιούσε συστηματικά τη γυναίκα του, λέγοντας ότι στα 12 χρόνια του έγγαμου βίου τους, «μπορεί να τη χτύπησε 2-3 φορές». Ο 32χρονος ζήτησε πολλές φορές «συγνώμη από την οικογένεια της Τζεβριέ, από τα παιδιά του που τα άφησε χωρίς μητέρα και από όλο τον κόσμο…», ενώ ζήτησε να τιμωρηθεί, δηλώνοντας πως «δεν δικαιολογεί τον εαυτό του, αλλά δεν είναι φονιάς».
Κατά την περιγραφή όσων διαδραματίστηκαν στις 5 Δεκεμβρίου 2021, είπε πως επέστρεψε στο σπίτι του κατά τις 8-9 το πρωί εκείνης της ημέρας, μετά από νυχτερινή του έξοδο, στη διάρκεια της οποίας είχε κάνει χρήση ναρκωτικών ουσιών και είχε καταναλώσει αλκοόλ.
Στη συνέχεια, όπως είπε, κοιμήθηκε στο σαλόνι του σπιτιού και γύρω στη 1 το μεσημέρι η Τζεβριέ «είχε το θράσος να μου τραβήξει την κουβέρτα και να με κατηγορεί ότι μαστουρώνω και πίνω, ενώ κάποια στιγμή μου πέταξε και ένα ρούχο στο πρόσωπο. Ξεκίνησε καυγάς, άκουσε τη φασαρία ο πατέρας μου και μας ζήτησε να σταματήσουμε γιατί τρομάζουν τα παιδιά.
Ο πατέρας μου πήρε τα παιδιά και έφυγαν από το σπίτι, συνεχίσαμε τον καυγά και τη χτύπησα. Δεν θυμάμαι πολλά, ήμουν θολωμένος, τη χτύπησα, όλα έγιναν πολύ γρήγορα. Όταν άρχισε να κλαίει σταμάτησα να τη χτυπώ…Την είδα να μαζεύεται από πόνο, τη ρώτησα αν είχε κάτι, όμως εκείνη μετά από λίγο βγήκε έξω από το σπίτι για να κάνει δουλειές.
Μετά από ώρα είδα ότι είχε χτύπημα στο μάτι, τη ρώτησα τι είχε συμβεί και μου είπε ότι έπεσε από τη σκάλα, προσπαθώντας να κατεβάσει μία μπάλα των παιδιών που είχε μείνει στη στέγη. Της πρότεινα να πάμε στο νοσοκομείο, αλλά αρνήθηκε. Μετά έκανε εμετό, αλλά συνέχιζε να αρνείται, όμως όταν πια άρχισε να χειροτερεύει καλέσαμε το ΕΚΑΒ στις 15:20. Το ασθενοφόρο έφτασε στις 15:40, όταν η Τζεβριέ είχε αρχίσει να χάνει τις αισθήσεις της».
Ο συζυγοκτόνος παραδέχτηκε ότι «είχε συχνούς καυγάδες με τη γυναίκα του, είτε επειδή δεν έβρισκε έτοιμο το φαγητό είτε επειδή δεν έβρισκε πλυμένα τα ρούχα του».
Στην ερώτηση του Προέδρου της έδρας, εάν θεωρεί αποδεκτό το να δέρνει τη γυναίκα του επειδή δεν είχε καθαρά ρούχα, απάντησε “όχι”, πρόσθεσε όμως σε εκείνο σημείο της απολογίας του ότι «το πρόβλημα με τη Τζεβριέ ήταν ότι έπινε πολλούς καφέδες και αυτοί της έφερναν νεύρα και μετά με προκαλούσε…».
Ο ίδιος έσπευσε να διαψεύσει τους ισχυρισμούς ότι δεν επέτρεπε στη σύζυγό του να έχει επαφή με την οικογένειά της, προσθέτοντας πως «η Τζεβριέ δεν ήταν αποκλεισμένη στο σπίτι, ήταν ελεύθερη και δούλευε στο Πολυκοινωνικό του δήμου Αλεξανδρούπολης».
Στις ερωτήσεις που δέχτηκε για ποιον λόγο δεν είπε ποτέ στους γιατρούς του νοσοκομείου, ούτε στο πλήρωμα του ΕΚΑΒ ότι ο τραυματισμός της γυναίκας του ήταν αποτέλεσμα ξυλοδαρμού, απάντησε ότι«“ήταν σοκαρισμένος».
Όταν ερωτήθηκε από τον Εισαγγελέα για ποιον λόγο δεν δήλωσε επίσημα ότι είναι εξαρτημένο άτομο, απάντησε πως «εάν πήγαινε να του γράψουν ψυχοφάρμακα, θα έχανε τη δουλειά του από τον δήμο, όπου εργάζεται εδώ και τέσσερα χρόνια, στις υπηρεσίες καθαριότητας».
Μετά την 50λεπτη απολογία του, το δικαστήριο διέκοψε για να δοθεί χρόνος να καταλήξει στην πρότασή του ο Εισαγγελέας, ο οποίος διέκρινε «δόλο» στις πράξεις και τις ενέργειες του 32χρονου, ξεκαθαρίζοντας ότι η κρίση του αυτή δεν επηρεάζεται από την περιρρέουσα ατμόσφαιρα.
Παράλληλα, τόνισε ότι τα πραγματικά περιστατικά δείχνουν ότι ήταν σε θέση να αντιληφθεί το αποτέλεσμα της πράξης του και ότι «δεν ήταν μόνο λεκτικά τα επεισόδια που είχε το ανδρόγυνο, αλλά ο σύζυγος είχε τη συνήθεια να χτυπάει τη γυναίκα του, και μάλιστα για ασήμαντες αφορμές».
Για την ώρα του περιστατικού σημείωσε ότι «και αυτό συνέβη από μία ασήμαντη αφορμή, ο σύζυγος προσβλήθηκε, αντέδρασε, εκμεταλλεύτηκε την απουσία των παιδιών και του πατέρα του και συνέχισε τον καυγά, άρχισε να χτυπά τη σύζυγό του με χέρια και πόδια…, παραδέχτηκε ότι τη χτυπούσε για 1-2 λεπτά και από το χτύπημα στο συκώτι επήλθε ο θάνατος.
Της επιτέθηκε με μένος, τη χτύπησε πολλαπλά και προσπάθησε να δώσει μία άλλη εικόνα για ό,τι συνέβη. Να μην ξεγελαστούμε από τα δάκρυα, είχε έλεγχο της συμπεριφοράς και των πράξεών του…Ήταν μία επίδειξη ειδεχθούς συμπεριφοράς και για την πράξη του πρέπει να τιμωρηθεί».
Στη συνέχεια, ακολούθησαν οι αγορεύσεις των συνηγόρων, με την δικηγόρο της οικογένειας της Τζεβριέ, Ανθούλα Ανάσογλου, να θυμίζει ότι πρόκειται για μία από τις πολλές γυναικοκτονίες που συνέβησαν όλο το προηγούμενο διάστημα.
«Ήθελε να τη σκοτώσει και δεν τον ενδιέφερε τίποτα, γιατί θεωρούσε τη Τζεβριέ κτήμα του», ανέφερε χαρακτηριστικά η κα Ανάσογλου, η οποία υποστήριξε επίσης πως «η αγωνία του συζύγου ήταν μην πει κανείς την αλήθεια, οι προσπάθειες ανάνηψης που έγιναν από τον κατηγορούμενο πριν κληθεί με μεγάλη καθυστέρηση το ασθενοφόρο, είχαν στόχο να κουκουλωθεί το περιστατικό. Δεν πρόσφερε ποτέ την αλήθεια, ούτε καν στους γιατρούς, αλλά ισχυρίστηκε πτώση από σκάλα. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι δεν έχει μετανιώσει για ό,τι έκανε».
Από την πλευρά της, η συνήγορος του κατηγορούμενου, Ίλια Μαρινάκη, κινήθηκε στη γραμμή που από την αρχή ήταν το ζητούμενο της υπεράσπισης, να μετατραπεί η κατηγορία από ανθρωποκτονία από πρόθεση σε θανατηφόρα σωματική βλάβη.
«Αποδοκιμάζω απόλυτα την πράξη του κατηγορούμενου», ήταν οι πρώτες λέξεις της κας Μαρινάκη, η οποία σημείωσε ότι «ζούμε στη χειρότερη εποχή για την εκδίκαση της υπόθεσης» και κάλεσε το δικαστήριο «να επικεντρωθεί στο περιστατικό και να μην παρασυρθεί από όσα μεταδίδονται από το internet και την τηλεόραση. Πρέπει αυστηρά να σταθείτε στα πραγματικά περιστατικά. Ισχυρισμού του τύπου “ήθελε να τη σκοτώσει” δεν στέκουν, αν ήθελε να σκοτώσει δε θα το είχε κάνει με μία κλωτσιά».
Ιδιαίτερα στάθηκε στο ότι η Τζεβριέ δούλευε στο Πολυκοινωνικό, ανάμεσα σε κοινωνικούς λειτουργούς, και συμπλήρωσε πως «εάν ήταν τόσο φοβισμένη και κακοποιημένη, θα είχε ζητήσει βοήθεια», ενώ υποστήριξε πως «τα μέσα ενημέρωσης έχουν επιβάλει μία εικόνα για τον κατηγορούμενο, η οποία δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, από πουθενά δεν βγαίνει πρόθεση για δολοφονία».
Μετά τις 18:00 της Τετάρτης το δικαστήριο διέκοψε ξανά για να βγάλει απόφαση, και λίγο πριν τις 19:00 ανακοινώθηκε η ποινή των ισοβίων και ακολούθησε η απόφαση απόρριψης των ελαφρυντικών.
Στη λήξη, ο Πρόεδρος της έδρας, απευθυνόμενος στον κατηγορούμενο, είπε ότι «δεν ήταν εύκολη η απόφαση» και πρόσθεσε ότι στο Εφετείο, όπου θα προσφύγει ο συζυγοκτόνος, «η υπόθεσή του θα επαναξεταστεί».
Από νωρίς το πρωί, πριν την έναρξη της δίκης, έξω από το δικαστικό μέγαρο αναρτήθηκε πανό από γυναίκες, με το μήνυμα “Πες το με το όνομά του, είναι γυναικοκτονία”.
Πηγή: dikaiologitika.gr