ΟΥΠΣ! «Η κουνιάδα μου είναι ΑΔΙΣΤΑΚΤΗ, με ΠΕΤΑΞΕ στον καναπέ ΚΑΙ…»! « Enimerosi 247

Τρίτη 11 Απριλίου 2017

ΟΥΠΣ! «Η κουνιάδα μου είναι ΑΔΙΣΤΑΚΤΗ, με ΠΕΤΑΞΕ στον καναπέ ΚΑΙ…»!

Είμαι παντρεμένος με την Μάγδα εδώ και 10 χρόνια και έχει μία αδελφή την Βάσω… φοβερή γκ0μενα με τα όλα της, γενικώς γουστάρει και μερικές φορές το δείχνει. Ήμερα απογραφής και όλοι σχεδόν όλοι στα σπίτια τους ή εκεί που ήθελαν να απογράφουν. Την προηγούμενη ήμερα η γυναίκα μου μαζί με τα πεθερικά μου είχαν πάει στο χωριό και είπαν μιας και πήγαν, να κάτσουνε και τρεις μέρες. Εγώ στο σπίτι μόνος και κτύπα η πόρτα και είναι η κουνιάδα μου η Βάσω. Ανοίγω λοιπόν και να σου η Βάσω απογραφέας με την τσαντούλα της και μία σακούλα. Και με την σκέψη μόνο ότι δεν είναι σπίτι η Μάγδα έχω τρελαθεί. Καφέδες μπλα μπλα μιλάμε περί ανέμων και υδάτων για την απογραφή τίποτα. Μου λέει η Βάσω ότι με άφησε τελευταίο για να ξεκουραστεί κιόλας.


Με σwβρακάκι εγώ και από πάνω ένα μπλουζάκι. Η Βάσω με μία μίνι φουστίτσα άσπρη και ένα μπλουζάκι χωρίς σ0uτιέν και οι ρ0γες όρθιες. Έτσι που κάθισε απέναντί μου σε κάθε αλλαγή του ποδιού (σταυροπόδι), φαινόταν το άσπρο κιλ0τάκι της. Κάτσε, λέω από μέσα μου, να κάνω ότι είμαι άνετος και δεν δίνω σημασία. Όπως ήμουν καθισμένος, ανοίγω τα ποδιά και αφήνω επίτηδες να φανεί κάτι από το σwβρακάκι μου, έτσι ώστε να δω την αντίδρασή της. Τότε ξεκίνησε την απογραφή και άρχισε να ρωτάει κι εγώ να απαντώ. Και ενώ είχε πάρει μία ροή το πράγμα, βλέπω με την άκρη του ματιού μου να παίρνει μάτι ανάμεσα στα ποδιά μου. Εγώ μιλώντας, όλο και τα άνοιγα. Την βλέπω και αλλάζει χρώμα αλλά το μάτι… εκεί κολλημένο, ανάμεσα στα μπ0ύτια μου.



Κάθομαι σταυροπόδι και αφήνω όλο το σύστημα να έχει βγει από έξω, τάχα μόνο του. Κτυπάει το κινητό της και αποφορτίζεται η κατάσταση. Ακούω ότι μιλάει με την υπεύθυνή της απογραφής και της λέει ότι τις καταστάσεις μπορεί να τις πάει και αύριο το πρωί στην στατιστική, στα κεντρικά. Όση ώρα μιλούσε εγώ τάχα άνετος μία σταυροπόδι και μία άνοιγα τα ποδιά μου. Κλείνει το τηλέφωνο και συνεχίζει τις ερωτήσεις.


– Περίμενε, μου λέει, μία στιγμή να πάω στο μπάνιο και συνεχίζουμε.
– Καφέ θέλεις; την ρωτάω, μόνο γαλλικό πίνω, θέλεις;
– Ναι.
Η Βάσω στο μπάνιο και εγώ στην κουζίνα.
Έχω πάθει την πλάκα μου, σκέφτομαι τι να κάνω, πως να αντιδράσω, τι να της πω. Δύσκολη θέση. Σκέφτομαι, αστό και οπού πάει μόνο του. Ο καφές έτοιμος, η Βάσω στο μπάνιο ακόμη, φωνάζω αν θέλει τίποτε άλλο, όχι λέει και πάω στο σαλόνι. Μετά από λίγο έρχεται και κάθεται στην θέση της.


– Έχεις βάλει πότε σου στον καφέ ουίσκι με ρωτάει;
– Όχι.
– Βάλε και θα πάθεις την πλάκα σου μου λέει, βάλε και στον δικό μου.
Πάω στο μπαρ και φέρνω jαcκ πίνει μισό καφέ μονορούφι και το υπόλοιπο το γεμίζει ουίσκι το ίδιο και εγώ.
– Μaλακίες… όλη μέρα στους δρόμους χωρίς νόημα, λέει. Πτώμα είμαι, λες να κάνω κανένα μπάνιο;
– Γιατί όχι, λέω, το μπάνιο ξέρεις που είναι. Σα το σπίτι σου. Εγώ θα κατέβω να πάρω τσιγάρα.


Κατεβαίνω και ο νους μου είναι επάνω τι θα γίνει αναρωτιέμαι. Περνώ τα τσιγάρα, δύο τετράγωνα βόλτα για σκέψη και αμέσως μετά επάνω. Ανοίγω και ακούω το ντους να τρέχει… μέσα είναι, σκέφτομαι. Άκουσε την πόρτα και μου λέει, τελείωσα, αν θέλεις το μπάνιο. Οκ λέω. Βγαίνει με το μπουρνούζι της Μάγδας και πάει στην κρεβατοκάμαρα, οπού είχε αφήσει τα ρούχα της. Την κλείνει. Εγώ σα μαλάκας περιμένω τι; λες; Μπα… αποκλείεται. Ένα ντους θα με έφερνε στα λογικά μου. σκεφτικά. Πάω για ντους. φωνάζω. Τελειώνω το ντους και βγαίνω. Η Βάσω ακόμα μέσα. Βάζω το σwβρακάκι και κάθομαι στην πολυθρόνα. Ακούω να μου λέει…


– Το φόρεμα που είχα στην σακούλα. Το είχα φέρει στην Μάγδα, νομίζω όμως ότι είναι αρκετά διαφανές… δε νομίζεις;
– Για να δω… και την πηγαίνω μπροστά στην μπαλκονόπορτα και τι να δω;… ήταν τόσο διάφανη που τα έβλεπα όλα από μέσα και το πιο συγκλονιστικό… η Βάσω δεν φορούσε ούτε το κιλοτάκι της.
– Καλά πλάκα κάνεις; ρωτάω. Με το που θα βγεις έτσι έξω, όλοι θα θέλουν να σε γaμήσουν. Όλα φαίνονται ρε Βάσω, όλα.
– Δηλαδή τι φαίνεται ρε Φώτη; Αν ρίξω κάτι επάνω μου, μια χαρά θα είναι.
– Από κάτω όμως; Όλα φαίνονται, της λέω. Γιατί δεν το φοράς, να κάνεις μια βόλτα και να δεις τι έχεις να ακούσεις από τα λιγούρια, που θα είναι έτοιμα να σε κατασπαράξουν; γελάει και μου λέει…
– Είσαι υπερβολικός. Ποιος θα θελήσει να με κατασπαράξει έμενα;… Μακάρι, αλλά που είναι ρε Φώτη, πλάκα κάνεις;


Αυτό περίμενα και αρχίζω να λέω ότι μου ερχόταν εκείνη την ώρα στον κauλωμένο μου εγκέφαλο.
– Εγώ κάνω πλάκα, που είσαι μπουκιά και συχώριο; τι σου λείπει; το βυζάκι σου ,το κwλαράκι σου, τα πόδια σου; νομίζω ότι είσαι μια τέλεια γυναίκα, όπου όλοι οι άντρες την ονειρεύονται στο κρεβάτι τους. Έχεις το τέλειο στόμα τα τέλεια χείλη. Περπατάς και λιώνουν όλοι, μικροί και μεγάλοι. Τι νομίζεις ότι θέλει ένας άντρας για να ανάψει με σένα;
– Υπερβάλλεις, αλλά ξέρεις κάτι «μ’ αρέσει»… να αρέσω… να με κολλάνε στον δρόμο… όχι βρομόλογα, όμως με ανεβάζει.


«Άκου», μου λέει, «τι έπαθα τις προάλλες, που είχαν απεργία τα ταξί πήρα το αστικό για το σπίτι. Το αστικό γεμάτο με το ζόρι χώρεσα να μπω. Κάποια ώρα το αστικό σταματάει, περιμένοντας να περάσει η πορεία των απεργών. Σκουντά-σκουντά βρέθηκα στο μέσον του αστικού. Κρατάω χειρολαβή… να έτσι» (και πάει στην είσοδο τις κουζίνας που έχω ένα μονόζυγο σταθεροποιημένο) και κάνει πως κρατούσε το χερούλι στο αστικό. «Έλα εσύ από πίσω, μου να δεις τι μου έκανε ένας άντρας, στην ηλικία σου περίπου». Πάω από πίσω της, αλλά σε απόσταση… γυρνάει και με πιάνει από τον κwλο και με σπρώχνει προς το μέρος της, πιο κοντά… «έλα κολλητά». Γίνετε η επαφή και αρχίζει να κουνάει την κολάρα της πάνω, κάτω, δεξιά, αριστερά, λέγοντας, ότι το αστικό βρίσκει λακκούβες. Η π0uτσα μου έχει αρχίσει και σηκώνεται το καταλαβαίνει και το κάνει πιο έντονα. Ακουμπάω τα κwλομέρια της με την ψwλάρα μου και βρίσκομαι στα ουράνια. Το σwβρακάκι έχει γίνει αντίσκηνο. Λέει, «τι να ‘κανα βρε Φώτη, να ουρλιάξω, να φωνάξω, να του δώσω κανένα χαστούκι;». «Και τι έκανες;» την ρωτάω γεμάτος περιέργεια ψεύτικη.





«Γύρισα και ήρθαμε πρόσωπο με πρόσωπο» και γυρνάει και κολλάει επάνω μου πάλι. «Να έτσι», μου λέει. «Το αστικό επιτέλους ξεκινάει», μου λέει, «χάνω την ισορροπία μου και αφήνω το χερούλι κι αυτός ο κύριος, μου προτείνει το μπράτσο του και πιάνομαι από εκεί, αυτός κρατούσε το χερούλι. Να έτσι…» και πιάνει το χέρι μου και το βάζει στο μονόζυγο. Στο ύψος της Βάσως, μισό κεφάλι πιο κοντή από το ύψος μου. Νοιώθω τον πούτσο μου στην κοιλία της. Αναρωτιέμαι τι κάνω και που θα βγει αυτό. «Κοίταζε», μου λέει, «εσύ το ταβάνι, όπως έκανε και αυτός». Κοιτάζω το ταβάνι. Η Βάσω σιγά σιγά αρχίζει και κουνιέται, τρίβοντας την π0uτσα μου στη κοιλία της, σηκώνεται στα δάκτυλα των ποδιών της και προσπαθεί να φέρει το μ0uνί της στη ίδια ευθεία με το παπάρι μου… μετά πολλά το κατορθώνει.


Εγώ το ταβάνι και η Βάσω στον π0uτσο μου. Με το πάνε κι έλα, η ψωλάρα μου είχε πεταχτεί έξω και νοιώθω το χέρι της να την χαϊδεύει, πιάνοντας και τα aρχίδια μου ταυτόχρονα.
– Φώτη, νοιώθω, ότι πρέπει να σταματήσω.
– Καλά βρε Βάσω, αυτός τι έκανε, τίποτα, κοιτούσε συνέχεια τον ουρανό του αστικού; Και εσύ έμεινες έτσι σε αυτήν την θέση μέχρι που κατέβηκες;
– Ναι, τι να έκανα; Βέβαια αυτουνού την ένοιωθα την π0uτσα του επάνω μου, αλλά ήταν νομίζω επακόλουθο της επαφής. Τώρα όμως καταλαβαίνω και το νοιώθω ότι είναι επακόλουθο της φαντασίας μας.
– Δηλαδή κοιμόμαστε τώρα, ρωτάω.
– Όχι βρε παιδί μου, αλλά να …τι να κάνω; τώρα που έγινες έτσι, πως μπορώ να τα μπαλώσω;
– Εσύ δε θα κάνεις τίποτα, άστα επάνω μου και την παίρνω αγκαλιά και την πηγαίνω στο καθιστικό.
Αναγνώστης εξομολογείται: «Η κουνιάδα μου δε δίστασε! Με πέταξε στον καναπέ και»


Όση ώρα την πήγαινα, με τάραξε στα φιλιά στον λαιμό, με δαγκώματα. Την αφήνω στον καναπέ και πριν κάνω τίποτα, κάνει έτσι και αρπάζει τον π0uτσο μου και τον βάζει στο στόμα της. Αυτό ήταν… σκέφτηκα τέλειο τσιμπ0ύκι και ρούφηγμα στα aρχίδια μου, πεθαίνω από κauλα. Πάω να τραβηχτώ… που όμως;… δεν αφήνει τον π0uτσο με τίποτα. Σκύβω και αρχίζω να τρίβω την κλeiτορίδα της, βάζοντας και κανένα δάκτυλο στο μουνί της, που ήταν λίμνη από υγρά. Κανένα τέταρτο αυτό. Φώτη, λέω από μέσα μου, ορμά στην μ0uνάρα της… σε περιμένει. Αρχίζω το γλείψιμο από τα δάκτυλα των ποδιών της βάζοντας τα μέσα στο στόμα μου. Τρελαίνεται, αρχίζει και φωνάζει «σταμάτα, σταμάτα με πεθαίνεις. Σιγά σιγά ανεβαίνω και φτάνω έξω από το υπέροχο μουνί της που με περιμένει. Γλείφω κλeiτορίδα και την γaμάω με την γλώσσα, σαλιώνω το δάκτυλο και προσπαθώ ταυτόχρονα να της βάλω κwλοδάκτυλο, νοιώθω να με οδηγεί, κουνώντας την κ0λάρα της, βρίσκω κwλοτρυπίδα. Πόνος, ηδονή και βρισίδια η Βάσω. Γλύφω κλeiτορίδα και νομίζω ότι είμαι ο κυρίαρχος του σύμπαντος, γaμάω με την γλώσσα και έχει πάθει τρέλα, όλο και πιο πολύ εγώ. Μην αντέχοντας το γλείψιμο πια, τραβιέται απότομα μετά από κανένα εικοσάλεπτο και την βλέπω να είναι κατακόκκινη με δάκρυα στα μάτια. «Τι έγινε;» ρωτάω. «Τίποτα όλα καλά», μου λέει «απλώς σκέφτομαι την Μάγδα, που περνάει καλά μαζί σου και την ζηλεύω».


Ανοίγω τα πόδια της και είμαι έτοιμος να την γaμήσω και μου λέει «θέλω να με πάρεις από τον κwlο, σιγά όμως ,γιατί είναι η πρώτη φορά και θα πονέσω. Θέλω να με γaμήσεις και να το θυμάμαι για πάντα». «Ότι θέλεις κοριτσάρα μου» να φέρεις βαζελίνη. Την γυρνάω στα τέσσερα και αρχίζω και της βάζω βαζελίνη στην κ0λάρα της, βάζοντας και δάκτυλο μέσα της. Μουγκρητά με το μαξιλάρι στο στόμα της. Την ετοιμάζω και της τον χwνω στον κwλο… σφικτή η κwλοτρυπίδα, αλλά σιγά σιγά αρχίζει και δέχεται την ψwλάρα μου. Α ρε Φώτη, τι κauλα είναι αυτή; γaμάς το μ0uνί που γουστάρεις και από κwλο, σκέφτομαι.
– Μη χuσεις μέσα στον κwλο μου, μου λέει, θέλω να τα γευτώ τα υγρά σου.
– Εντάξει, έγινε μ0uνάρα μου, της λέω.
– Φώτη έχω να γaμηθώ, από τότε που ο Στέφανος είναι στη Γερμανία (ο Στέφανος είναι ο άντρας της, αλλά πολύ ξενέρωτος).


Βγάζω την π0uτσα μου από την κwλάρα της και πάω στο μπάνιο να την πλύνω, για το τελειωτικό γaμήσι. Καθώς επιστρέφω την βλέπω να χαϊδεύεται και να μου λέει, «έλα γaμιά, έλα γaμιά ξέσκισε την μ0uνάρα μου, σε περιμένει». Πριν κάνω κάτι, κτυπά το κινητό της. Το σηκώνει και λέει… «Έλα Ματίνα, σε καμιά ώρα τελειώνω, είμαι στον γαμπρό μου… θέλεις ραντεβού; καλά πάρε τηλέφωνο εδώ… είναι το 23… Κλείνω». Ήταν η Ματίνα, μια φίλη… θα πάρει τώρα εδώ. Εγώ έχω μείνει με τον π0uτσο στο χέρι στην κυριολεξία. Κτυπάει το τηλέφωνο και το σηκώνω, είναι η Ματίνα. Έρχεται και μιλάει με την φίλη της, τρίβοντας ταυτόχρονα την ψwλάρα μου, η οποία είχε πέσει. Πέφτω στα τέσσερα και ξανά γuυφομούνι. Μιλάει και βογκάει από καuλα, όλο ναι, ίσως ,μπορεί, όχι, δεν ξέρω… εγώ αφοσιωμένος στο μοuνάκι της. Κλείνει το τηλέφωνο και αρχίζει το γaμήσι, που τόσο επιθυμούσα. Την πέθανα, με πέθανε, χύνω, ουρλιάζω, τραβιέται και τον παίρνει στα χείλια της, περιμένοντας το σπeρμα μου… «χuσε γaμιά μου… χuσε…». Χuνω, τα ρουφάει, τα καταπίνει και τα τελευταία τα έβαλε στην ανοιγμένη κwλάρα της. Δεν άφησε να χαθεί σταγόνα, όλα μέσα, μου ρούφηξε το μεδούλι μου.


– Πάμε για ντους;
– Πάμε.
– Ξέρεις Φώτη… η Ματίνα είναι λeσβία και γουστάρει να γaμηθεί από άντρα, τώρα τελευταία.
– Εσύ Βάσω, έχεις πάει μαζί της;
– Όχι και το σέβεται αυτό. Εγώ γουστάρω ζωντανή π0uτσα, ενώ αυτή όχι… αλλά τώρα τελευταία θέλει να τα φτιάξει με κάποιον, αλλά όχι αγάπες και λουλούδια.
– Και σκέφτεσαι εμένα, ρε Βάσω
– Ναι, γιατί σε ξέρω και είναι ωραία κούκλα, σου λέω.
– Μήπως το πράγμα μπλεχτεί και δεν είναι σωστό, μην ξεχνάς ότι υπάρχει και η Μάγδα.
– Μη σε νοιάζει εσένα.
– Δηλαδή θα υπάρξει κάποιο ραντεβού για να γaμηθούμε εγώ και η Ματίνα;
– Ναι. Κακό είναι;;;
– Δεν ξέρω; εσύ τι λες; που θα είσαι; τι θα κάνεις;
– Θα δεις…
Τελειώσαμε το ντους και φεύγοντας μου έδωσε ένα φιλί και γaμώ τα φιλιά.
Σας άρεσε; Πατήστε...
loading...
Αν σου άρεσε το άρθρο μοιράσου το με τους φίλους σου!

Κοινοποίηση στο Facebook

google-site-verification: googledd843cc8cd9e15a6.html